χαλκήρεα

χαλκήρεα
χαλκήρης
furnished
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
χαλκήρης
furnished
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλκήρε' — χαλκήρεα , χαλκήρης furnished neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χαλκήρεα , χαλκήρης furnished masc/fem acc sg (epic ionic) χαλκήρει , χαλκήρης furnished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χαλκήρει , χαλκήρης furnished masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • χαλκήρης — ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, ες, Α 1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. χρυσ ήρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”